- χωματερή
- ѓубриште
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
χωματερή — η, Ν βλ. χωματερός … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
χωματερός — ή, ό, Ν το θηλ. ως ουσ. η χωματερή α) έκταση με χώμα, χωρίς βλάστηση β) τόπος όπου αποκομίζονται τα απορρίμματα, διαστρώνονται σε λεπτές στρώσεις, συμπιέζονται και καλύπτονται με χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, χώματος + κατάλ. ερός (πρβλ. παγ ερός)] … Dictionary of Greek